Το ποινικό αδίκημα – έγκλημα σε κατάσταση μέθης, δύναται να εξεταστεί στο πλαίσιο του καταλογισμού της πράξης στον δράστη, σε συνάρτηση με τη διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης.
Σύμφωνα με το αρ. 34 του Ποινικού Κώδικα :
“ Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.”
Περαιτέρω, η ακραία μέθη, θα πρέπει να εξεταστεί συγκριτικά με την απλή διατάραξη της συνείδησης και να τεθεί το ερώτημα εάν ο δράστης ήταν ικανός να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του και τελικά να του καταλογιστεί.
Εξαιρετικά σημαντικό στην εξέταση του εγκλήματος σε κατάσταση μέθης, είναι επίσης το πώς και γιατί περιήλθε ο δράστης στην κατάσταση αυτή. Για την πληρέστερη κατανόηση της επιρροής της μέθης επί του καταλογισμού, αναφέρονται οι παρακάτω περιπτώσεις:

– Η μέθη είναι ανυπαίτια και πλήρης (ανυπαίτια είναι η μέθη για την οποία δεν ευθύνεται ο δράστης, η οποία οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία). Εφόσον ο δράστης δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του γι αυτόν, δεν του καταλογίζεται η πράξη, σύμφωνα με το αρ. 34 ΠΚ.
– Η μέθη είναι ανυπαίτια και επιφέρει ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό (όχι πλήρη μέθη). Στην περίπτωση αυτή (αρ. 36, παρ 1 ΠΚ), επιβάλλεται μειωμένη ποινή, σύμφωνα με το αρ. 83 ΠΚ.
– Ο δράστης, προσχεδίασε το έγκλημα και έφερε υπαίτια τον εαυτόν του στην κατάσταση αυτή – διαταραγμένης συνείδησης – (για παράδειγμα, έφερε επίτηδες τον εαυτό του σε κατάσταση πλήρους μέθης, για να νικήσει αναστολές). Στην περίπτωση αυτή, τιμωρείτε σαν να την τέλεσε με δόλο (Υπαίτια διατάραξη της συνείδησης, αρ. 35 παρ.1). Επίσης, βάσει της παρ. 3 του ιδίου άρθρου, δύναται να του καταλογιστεί το έγκλημα από αμέλεια “….. εάν ο υπαίτιος πρόβλεψε ή μπορούσε να προβλέψει ότι ενδέχεται να τελέσει, αν οδηγηθεί σε κατάσταση διατάραξης της συνείδησης” (για παράδειγμα έπρεπε να προβλέψει ότι εάν φέρει τον εαυτόν του σε αυτήν την κατάσταση θα ενεργήσει παραβιάζοντας τον νόμο).
– Η μέθη είναι υπαίτια και επιφέρει ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό (όχι πλήρη μέθη). Στην περίπτωση αυτή, δεν επιβάλλεται μειωμένη ποινή, σύμφωνα με την ρητή απαγόρευση του αρ. 36 παρ 2 ΠΚ.
Τέλος, η υπαίτια διατάραξη της συνείδησης που δεν είναι από δόλο ή αμέλεια ώστε να εμπίπτει στο αρ. 35 που προαναφέρθηκε, τιμωρείται σύμφωνα με το αρ. 193 ΠΚ (με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών αν η πράξη είναι πλημμέλημα, και με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη είναι κακούργημα). Στην περίπτωση αυτή, ο νομοθέτης αποδοκιμάζει τον δράστη για την πράξη της μέθης, διότι με αυτήν κατέστησε τον εαυτόν του επικίνδυνο για την κοινωνία και τα έννομα αγαθά.