Η αντιμετώπιση της κατάστασης ασθενούς με άνοια, πέραν της καθαρά ιατρικής προσέγγισης, ενέχει και μια άλλη διάσταση. Τη νομική διάσταση του προβλήματος. Δεδομένου ότι οι ασθενείς αυτοί, αντιμετωπίζουν εξασθένηση των νοητικών λειτουργιών, όπως αδυναμία της μνήμης και συχνά ελλείμματα στον συλλογισμό, στην κρίση και στην αντίληψη, τίθεται το θέμα της ανάγκης προστασίας τους, υπό το πρίσμα της αδυναμίας να υπερασπισθούν τα έννομα συμφέροντά τους. Μέσω του θεσμού του δικαστικού συμπαραστάτη, δίνεται η δυνατότητα στους ασθενείς αυτούς, να ασκούν τα αστικά τους δικαιώματα.
Α. Η ανάγκη προστασίας του ασθενούς.
Η άνοια, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είναι ένα σύνδρομο, συνήθως χρόνιας ή προοδευτικής φύσης, με έκπτωση των νοητικών λειτουργιών (για παράδειγμα ικανότητας επεξεργασίας σκέψεων) πέραν από ότι θα αναμενόταν για την κανονική γήρανση. Αυτό επηρεάζει τη μνήμη, το συλλογισμό, τον προσανατολισμό, την κατανόηση, την εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, την ικανότητα για μάθηση, τη χρήση της γλώσσας και την κρίση. Η βλάβη στη νοητική λειτουργία, είναι σύνηθες να συνοδεύεται, και κατά περίπτωση με επιδείνωση στο συναισθηματικό έλεγχο, κοινωνική συμπεριφορά ή δραστηριοποίηση.
Όπως είναι κατανοητό, τα άτομα αυτά, δεν είναι ικανά να διεκπεραιώνουν μόνοι τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Όσο δε η νόσος επιδεινώνεται, καθίστανται ανίκανοι όχι μόνον να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους, αλλά ακόμη και για τη βασική φροντίδα του εαυτού των. Καθίσταται λοιπόν απολύτως απαραίτητη και αναγκαία, η φροντίδα του ασθενούς, τόσο σε πρακτικό επίπεδο, όσο και σε νομικό. Δηλαδή, να ασκούν τα αστικά τους δικαιώματα, μέσω του θεσμού του δικαστικού συμπαραστάτη.
Β. Βασικά σημεία του θεσμού του δικαστικού συμπαραστάτη.
Σύμφωνα με το άρθρο 1667 του ΑΚ, η δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως.
Επίσης, δεν διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης, αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ο ενήλικος ο οποίος έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, καθώς και αυτός που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει.
Τέλος, ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, δύναται να:
1. Τον κηρύξει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί γι’αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική),
2. Ορίσει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του, απαιτείται η Συναίνεση του δικαστικού συμπαράσταση (επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική),
3. Αποφασίσει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων.
Στο σημείο αυτό επισημάνεται ότι, η υποβολή του συμπαραστατουμένου σε καθεστώς πλήρους στέρησης της δικαιοπρακτικής του ικανότητας πρέπει να ορίζεται ρητά στην απόφαση.